- κωλοπηλάλα
- η [πηλάλα]1. υπερβολική βιασύνη για αφόδευση2. μτφ. μεγάλη ανησυχία για επείγουσα εργασία («κωλοπηλάλα τούς έπιασε να τελειώσουμε»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωλο- — (Μ κωλο ) α συνθετικό λέξεων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. κώλος και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα οπίσθια ανθρώπου ή ζώου (κωλομέρι, κωλόπανο, κωλόχαρτο). Η μορφή χρησιμοποιείται συχνά με… … Dictionary of Greek